κυριαρχικός

κυριαρχικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυριαρχία ή στον κυρίαρχο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κυριαρχικός — ή, ό (AM κυριαρχικός, ή, όν) [κυριαρχία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυριαρχία ή στον κυρίαρχο («κυριαρχικά δικαιώματα» τα δικαιώματα κράτους που απορρέουν από την κυριαρχία του). Επιρρ. κυριαρχικώς και ά με δικαίωμα κυριαρχίας …   Dictionary of Greek

  • -ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • κατεξουσιαστικός — κατεξουσιαστικός, ή, όν (Α) [κατεξουσιάζω] αυτός που παρέχει την άσκηση κατεξουσίας*, κυριαρχικός («ῥάβδον ἀρχικὴν καὶ κατεξουσιαστικήν», Κλήμ. Αλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”